θωμαΐτης

θωμαΐτης
θωμαΐτης, ὁ (Μ)
(ενν. τρίκλινος)
(από το όν. του πατριάρχη Θωμά Α', που τό έκτισε) διαμέρισμα στα πατριαρχεία κοντά στην Αγία Σοφία, όπου συνεδρίαζε η αγία σύνοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θωμάς — Όνομα δύο πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. o άγιος (τέλη 6ου – αρχές 7ου αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (607 610). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον πατριάρχη Κυριακό και διακρίθηκε για τη συνετή συμπεριφορά του, τη θεοσέβεια και τους συνεχείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”